Πέμπτη 27 Μαΐου 2021

ΚΑΙ ΘΑ ΠΕΡΑΣΟΥΝ ΟΙ ΑΙΩΝΕΣ ΘΑ ΦΥΓΟΥΝ ΟΙ ΑΙΩΝΕΣ ΑΚΙΝΗΤΗ ΘΑ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙΣ ΜΕΣ ΣΤΙΣ ΕΠΟΧΕΣ

 Ένας άνεμος σαρωτικός θα τα σηκώσει όλα μετέωρα

Οι δρόμοι θα γεμίσουν σκόνη

Ζώα που βρόμησαν

Και θα σβήσουν οι αιώνες βαθιά στην καρδιά σου μακριά απ’ την καρδιά σου.

 

Βλέπω το φωτισμό του μέλλοντός σου να ’ρχεται

Μεσ’ απ’ τις βαριές κουρτίνες ενός τυχαίου συμβάντος.

Από χιλιάδες άστρα ηλεκτρικά    Του γαλαξία.

Τυλίγομαι σε φύλλα αέρα φύλλα    κίτρινου χαρτιού

Και σου μιλάω

Είσαι το σύννεφο που αρκεί να κρύψει τ’ άστρα

Είμαι το γέλιο το σπασμένο κι ο λυγμός.

 

Δε σ’ αγαπώ·   

Κοιτάω την άνθιση και βλέπω τα κλαριά σου    Ξερά στο θάνατο.

Τι να ’ν’ αυτό λοιπόν που θα σε πάει μετέωρη

Να κυματίζεις στον αέρα δίχως βάρος

Και θα με πάει κι εμένα νοσταλγώντας τη φωνή

Που είχ’ ακούσει να φωνάζει τ’ όνομά μου;

(Πάνω στην άσφαλτο φυτρώσαν χόρτα.

Σε ουρανοξύστες σκαρφαλώνουν ποντικοί    Και σαύρες

Κι έπειτα

Πηδούν κοπάδια να δαγκώσουνε το φως    Τρώνε τον ήλιο).

 

Πότε λοιπόν θα ξεντυθείς    Πότε θα γδάρεις

Μ’ όλα τα νύχια σου    Το πρόσωπό σου αυτό μέχρι να βγει

Τ’ άλλο το πέτρινο που δεν    Τ’ άλλο τ’ αέρινο που δεν

μπορεί να σπάσει

Αυτό το στέρεο το μόνο αληθινό    Το μόνο ανύπαρκτο.

 

Και θα περάσουν οι αιώνες θα φύγουν οι αιώνες

Ακίνητη θα ταξιδεύεις μες στους αιώνες

Ένα ξεφυλλισμένο δένδρο από τις καταιγίδες

Να ονειρεύεσαι την άλλη όψη των πραγμάτων που

Κι αυτά είσ’ εσύ κι εσύ εκείνα

Την άλλη όψη των πραγμάτων που    Σε θήλασαν δηλητηριασμένο γάλα

Σε παράτησαν    Σε σκονισμένους δρόμους    Έρημο σφαγμένο ζώο

Πάτησαν    Τους δρόμους της καρδιάς σου

Σ’ άφησαν    Για πάντα εκεί    Χαθήκαν

 [Η ΑΛΛΗ ΟΨΗ από  τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977 - κι άλλα ποιήματα απ’ αυτή τη συλλογή μ’ αντιγραφή κι επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση: Αντώνης Φωστιέρης ΠΟΙΗΣΗ 1970-2005, εκδόσεις Καστανιώτη 2008]

 

 


ΕΣΥ    ΙΣΩΣ ΕΓΩ και ο ΕΡΩΤΑΣ  (από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977)

Αν σε πω γκόμενα θα σ’ αφανίσω

Αν σε πω αγάπη μου θ’ αφανιστώ

Ηλεκτρικό πουλί στα χείλη της αβύσσου

Δάσος πυκνό που το περνά σφυρίζοντας

 

Η λύπη μου είναι άγαλμα που δεν τσακίζεται

Η περηφάνια μου είν’ άγαλμα και δε λυγάει·

Εγώ είμ’ άγαλμα

Κι από το στόμα μου αναβλύζει ο καιρός.

 

Ο Έρωτας, ψιθύρισε, ο έρωτας

Μες στο σκοτάδι

Είν’ ένα σώμα δίχως κόκαλα

Μα πώς

Εσύ εκεί γυρνάς σφυρίζοντας

Ένας μικρός τρελός

Ένα παιδί βγαλμένο μόλις

Απ’ τον τάφο

 

(κι άλλος) ΕΡΩΤΑΣ 

Ο έρωτας είναι ένας ροζ πολτός

Μες στα σχολεία τις ντισκοτέκ και τα τηλέφωνα

Κολλάει στη γλώσσα μας στα μάτια στα μαλλιά μας

Απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο πέφτουμε κάτω

Μ’ ανεπιτήδευτα επιδέξια βολ πλανέ

Πετάμε γύρω απ’ τα μεγάλα κτίρια

Ο έρωτας είναι τ’ αξέχαστο μαλλί της γριάς

Κολλάει στα χείλια μας και τραγουδάμε υπέροχα

Τι άλλα μεγαλύτερο έχ’ η ζωή

Από τον ύπνο στη φωλιά του ωραίου;

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977]

 

Η ΦΥΣΑΡΜΟΝΙΚΑ  (από την συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977)

Είσαι στο βάθος και σ’ ακούω που τραγουδάς

Είσαι το βάθος μέσα σου κρυμμένος μένω·

Η φυσαρμόνικα που φτάνει ως εμάς

Κρατάει στο χέρι της δρεπάνι ακονισμένο.

 

Όλα τα πράγματα που δεν θα δω γελούν σαρδόνια

Λάμπες φθορίου μου φωτίζουνε τον ύπνο·

Ο ύπνος κόλαση κι ιδρώτας τα σεντόνια

Σε τρώω με τρως με κηροπήγια στο δείπνο.

 

Α, πόσο οι μέρες με βαραίνουν τις βαραίνω

Με τυραννάνε τα ενθύμια κι ο θυμός·

Πόσο στυφό το σ’ αγαπώ σε στόμα ξένο

Πόσο σπασμένος των ποιημάτων μου ο ρυθμός.

 

ΤΑ ΑΣΙΘΗΜΑΤΑ

Τα αισθήματα είναι το καλώδιο

Που φτάνει στην καρδιά του μηδενός.

Πόσο χαμένο αίμα πόσα τραύματα

Και πόσοι πεθαμένοι

Κάθε χειμώνας που έρχεται είναι κι ο τελευταίος

Ένα παγόβουνο που κατεβαίνει τους ωκεανούς μάς συναντά

Ένας σβησμένος ήλιος λέει ακόμα τ’ όνομά του λάμποντας.

 

Πόσο σπαταλημένο αίμα πόσα αισθήματα

Ένας πολτός

Μάταια ζυμωμένα σε αξεδιάλυτο όλον

Περούν στρατοί στα επουράνια χάη

Ομοβροντίες στον στενό αέρα.

 

Τα αισθήματα είναι το καλώδιο

Που φτάνει απ’ την καρδιά μας στα μεσούρανα

Φέρνει τους πάγους και πυροδοτεί τους ήλιους μας

Είναι ο τηλέγραφος για να μιλάμε και στους πεθαμένους.

 

 

Ο ΕΡΩΤΑΣ

Ο Έρωτας

Ένα τρελό κυνήγι μες τη νύχτα

Τρέχοντας μ’ εκατό

Ψιχαλισμένος δρόμος

Οι διάττοντες

Ανοίγοντας σου δρόμο

Στο στερέωμα

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977]

 

 

Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ  (από την συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977)

Όμως αυτό το γερασμένο δέρμα

Αυτή η έρημος

Οι μαραμένες μέρες

Όμως αυτή η φωνή η ραγισματιά

Η εγκατάλειψη –

Μια προδομένη υπόθεση

Μια πλήρης ήττα.

 

BOITE A MUSIQUE

Ανοίγοντας μου το κεφάλι

Βγαίνει από μέσα μουσική και μια χορεύτρια

Γυρνάει περί τον άξονα της σκέψης μου

Πιο λυγερή πιο εύστροφη απ’ τη σκέψη μου

Γύρω καθρέφτες πολλαπλασιάζοντάς την

Λουλούδια εξωτικά ή νάιλον·

Συγχρόνως από τα βάθη ακούγεται

Ο ήχος της φωνής μου που δεν ξέρω

Και το πεπιεσμένο σύμπαν μου αναλύεται

Σε ζωηρές φουσκάλες προς τα επάνω

 

ΤΟ ΑΛΟΓΟ

Αυτό το άλογο βοσκάει τους μέσα κάμπους

Κάποτε υψώνει το λαιμό και τρώει το χόρτο μου.

 

Ποτέ μου δεν το είδα δεν το αντάμωσα

Η πεδιάδα του φαντάζομαι είμ’ εγώ

 

Κι η ευτυχία μου

Το ποδοβολητό του που ακούγεται

Χωρίς σκοπό στην πλούσια ερημιά μου

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977]

 

ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΩΣ ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ ΚΑΙ ΠΟΙΟ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ (που το τραβάω με οργιές απ’ τη σπηλιά που υπήρξα)

Λογική είσαι το τέλος με χαμένη την αρχή μου

Είσαι ένα σαπημένο μύδι.     Συγκίνηση αναταραχή εντός

Ο αέρας ηλεκτρίζεται    Τίποτα βέβαια απ’ αυτά δεν αληθεύει

Ούτε το αίμα μου πως είναι σιντριβάνι

Ούτε πως κάθεστε και με διαβάζετε άγρυπνοι

Ο ύπνος είναι ο γιατρός αναισθησιολόγος

Κι εγώ ένα κράμα σκοταδιού και άνοιξης

Μέσα μου έλικες γυρνάνε μηχανήματα και το τικ-τακ της αιωνιότητας στις φλέβες μου

Βαρέθηκα την ίδια ιστορία ένα πουλί που δεν υπάρχει με ξυπνάει χαράματα

Και λέει: ως εδώ – Πρόσεξε Τώρα.

 

Κάθε πρωί το καθαρό νερό, το κρύο το χειμώνα,

Θυμάμαι τη ζωή απ’ τα τρυπήματα

Είμαι τα μάτια μου κι αυτά όχι πάντα  Το φως τι είναι το φως

Κι αυτός ο θόρυβος ο βόμβος της ζωής μες στο βουβό στερέωμα

Κανείς δε θα με μάθει να το μάθω  - αλλά ποιος ξέρει

Μπορεί ο χρόνος να γεννήσει αργότερα

Θα πάρω ένα πουλάρι του θα καβαλάω αιώνια

Θ’ ανέβω τότε ως εκεί που είμαι τώρα ή πιο ψηλά

Και θα ξεχνάω για τα καλά ποιος είμαι ή ποιος υπήρξα

Και ασφαλώς ποιος είσαι εσύ και ποιο αυτό το ποίημα

Που το τραβάω με οργιές απ’ τη σπηλιά που υπήρξα.

 

Σταγόνα στον ωκεανό, μου λέει μια λογική    που βγαίνει από το σώμα

Κι ίσως – γιατί όχι; - απ’ τη βαθιά ψυχή μου.

 

Σταγόνα στον ωκεανό – μα είμαι εγώ η σταγόνα ή να ’μαι ωκεανός

Χυμένος μέσα σ’ άλλο ωκεανό    να κάνουμε κι οι δυο μας μια σταγόνα

Στον άλλο ωκεανό που δεν τον ξέρουμε;

 

Παιχνίδια με το αλφάβητο.

 [Η ΛΟΓΙΚΗ από  τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977]

 

ΛΑΜΠΕΙ ΤΟ ΦΩΣ Η ΠΡΟΣΤΥΧΗ ΑΠΟΧΡΩΣΗ ΤΟΥ ΣΚΟΤΟΥΣ Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΦΕΝΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΝΤΟΣ:

Λογική είσαι το τέλος το δικό μου

Και του κόσμου

Ποτάμι στερεμένο από αιώνες που ποτίζεις

Τόσες ανύποπτες ψυχές που σ’ εμπιστεύονται.

 

Ένα πουλί πετάει από το ’να δένδρο στο άλλο

Ξετρελαμένο απ’ τη ζωή του που αγνοεί

Κι ούτε θα μάθει στο γλυκό γαλάζιο.

Λάμπει το φως η πρόστυχη απόχρωση του σκότους

Η μεγαλύτερη φενάκη του παντός.

 

Θεός ή άνθρωπος;

Ούτε το ένα ούτε το άλλο

Ούτε σκουλήκι σε σωρούς σκουπίδια

Ούτ’ αετόσαυρος·

Ο χρόνος παίζοντας επί σκηνής μεταμορφώνεται

-Τα εκατομμύρια πρόσωπα στο ματωμένο δράμα 

Τι κρίμα:

Η μόνη ύπαρξη στον κόσμο δεν μπορεί

Να υποπτευθεί τη στέρεα ύπαρξή της.

 

Λογική είσαι το τέλος πριν το τέλος σου

Ο δρόμος που οδηγεί στις ερημιές

Που περιμένουν τέρατα να μας κατασπαράξουν.

 

Ένα πουλί φτεροκοπώντας ξέφρενα προειδοποιεί

-Ο θάνατος έτσι κι αλλιώς βέβαια περιμένει 

Και τι προειδοποιεί τι ξέρει τι μπορεί να πει

Το πιο παράλογο είναι παιδί της λογικής και είναι

Όλα περνάνε μέσα της και είναι

Σπασμένες φόρμες και χυμένα γράμματα και είναι

Το εγώ καβάλα στο εσύ και στο εκείνο

Στο πριν και στο μετά μια μάζα σάρκινη

Μια μάζα πέτρινη και αέρινη και νάιλον

Ένα ποτάμι στερεμένο που ακούγεται

Μια μάζα όλα στο γλυκό γαλάζιο.

[ΛΟΓΙΚΗ ΕΙΣΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ από  τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977]

 

ΦΥΣΙΚΗ ΠΑΡΤΟΥΖΑ (από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977)

Το εγώ    Καβάλα στο εσύ

Και στο εκείνο

Η γάτα     στη στέγη

Η βάρκα     στο κύμα    ή κάτω απ’ το κύμα

Το ξύλο     στο σίδερο

Το δέρμα    στο ξύλο

Το ψάρι     στην άμμο

Το σώμα     στο στρώμα

Το κρέας     στα κόκαλα

Η πέτρα    στο χώμα

Το σώμα    στο χώμα

 

ΛΥΠΗΜΕΝΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ 

Πέτρες χαλάζια πέφτουν απ’ τα σύννεφα

Τα σύννεφα πέφτουν λίγο μακριά

Κι η νύχτα πέφτει

 

Στο βάθος:

Κουκουβάγιες    Πετεινοί    Τριζόνια    Λύκοι.

 

Πώς λοιπόν θες να περπατήσω – θα χαθώ·

Πού να σε βρω  - αλίμονο·

Ο κόσμος λιώνει μέσα μου – μαζί του λιώνω.

 

Η ΚΡΙΣΗ

Φυσάει ένας αέρας και γυμνώνει

Τα μαύρα αισθήματα τις μαύρες σκέψεις

Σε ξεγυμνώνει ολόκληρο

 

Φυσάει γενναία απ’ τα βουνά

Χρωματιστά φουστάνια παντελόνια στροβιλίζονται

Ο ουρανός ρουφάει αχόρταγα.

 

Φυσάει και πέφτουνε νεκροί

Νεκροί ή γυμνοί    Νεκροί οι γυμνοί

Κι ορμούν κοράκια πάνω τους

Και μαύρες κότες

Κι αχνίζει αίματα    Τ’ άδειο τοπίο

[από  τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977]

 

32 AVENUE LAPLACE  (από την συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977)

Γυρνάω τη νύχτα, κι όλα τα τζάμια στην πολυκατοικία σβηστά. Ανεβαίνω τα σκαλιά πατώντας μες στους ξένους ύπνους, τα νερά των ονείρων τους πλημμύρισαν τους διαδρόμους και να με ως το γόνατο, παγιδευμένος σ’ ένα δίχτυ από ένστικτα ανοίγω τα χαμένα μυστικά. Σας έπιασα στον ύπνο! φωνάζει ο Μεγαλέξανδρος, κι ορμάει αλαλάζοντας και σπάζοντας κανάτια κατά των μωρών παρθένων. Λοιπόν; Στο πεδίο ο νεκροί, νεκροί πριν πολεμήσουν, αμαχητί καταλαμβάνω τα υψώματα, το ασανσέρ ανοίγει τρύπες σ’ εφιάλτες και τραγούδια υπέροχα, μαξιλάρια λευκά και σεντόνια του έρωτα ανεμίζουν πάνω απ’ τους λιωμένους πόθους, τέρατα εκσφενδονίζονται απ’ τα παράθυρα, κι όλο το σπίτι βγάζοντας καπνούς μετακινείται. Τα νερά ανεβαίνουνε, πτώματα επιπλέουν, ένα ποντίκι – ξυπνητό ακόμη – ροκανίζει μύτες κι αυτιά.

 

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ 

Κάποτε θα πάψω να μιλώ

 

Τα χέρια μου θα γίνουνε κλαριά

Τα μάτια μου θα γίνουνε λυχνάρια

Οι σκέψεις μου θα γίνουνε φτερά

Το στόμα μου α το στόμα μου

Θα πλημμυρίσει

Θα μουσκέψει

Τα ποιήματα

[από  τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977]

 

Η ΣΙΩΠΗ    (από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977)

Η σιωπή –τη βλέπεις πάνω της χτυπάς –

Το καρφωμένο φέρετρο μ’ έναν νεκρό που ασφυκτικά ανασαίνει.

Τις νύχτες σέρνεσαι κοντά του τον ρωτάς

Μα η φωνή του είναι από χρόνια χαλασμένη.

 

Έχει ξεχάσει να μιλάει κι εσύ μονάχα ακούς

Το τρίξιμο των αστεριών και των αιθέριων θόλων.

Ακούς το θρόισμα του παντός θορύβους μυστικούς

Που σου σκεπάζουν τις κλαγγές των πολυβόλων.

 

Η σιωπή· μητέρα αγία πόρνη που κρατά

Στη μήτρα της απ’ την αρχή το νόημα του τέλους.

Απ’ το παράθυρο κοιτώ· στον ουρανό ανοιχτά

Αεροπλάνα διαμελίζουνε αγγέλους

 

ΜΑΓΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ    (ή δυο πουλιά στη φυλλωσιά των λέξεων)

Οι ώρες δούλευαν με ανάποδη πορεία.

 

Κάποτε    Μια φωνή

«Α ηδονή!»

Κελάηδαγε στις φλέβες μου –

Μα έν’ αεράκι από το μέλλον έπαιρνε

Ψηλά το σώμα μου   (ως εκεί που χάνονταν)

Κι αίματα αποσιωπητικά σημάδευαν

Τον μυστικό μας δρόμο…

 

Τόσο λοιπόν μεγάλος είναι ο κύκλος·

Που εγώ νόμισα

Πως ες στην πρώτη κιόλας νύχτα

Είχα εξαντλήσει;

 

Μέρες από αύριο

(Σφυρίζουν στον αέρα τους   Μαστίγια και στίχοι).

 

Κοιτάζω απ’ το φεγγίτη τους:

Τα ίδια και τα ίδια·

Ή μη χειρότερα.

 

ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ

Ένα πουλί διαγράφει κύκλους

Στο μυαλό μου

Που ’ναι η νύχτα

 

Πέφτουνε όλα τα τοιχώματα

Και το μυαλό μου – που ’ναι η νύχτα – γίνεται

Ένα μυαλό χυμένο μες το σύμπαν

Στα ερεθισμένα σύρματά του μπλέκονται

Πουλιά που βγήκαν τρομαγμένα να πετάξουν

Άστρα

Πύραυλοι.

 

Όπου να πιάσω όπου κοιτάξω γύρω το μυαλό μου

Πάνω στα έπιπλα χυμένο το μυαλό μου

Στάζει τικ-τακ απ’ τα ρολόγια το μυαλό μου

(Ένας πολτός που λιώνει – τρέμω – το μυαλό μου)

Και το πουλί κι η σαρκοβόρα νύχτα: το μυαλό μου.

 

ΠΡΩΙΝΟ ΞΥΠΝΗΜΑ

Το πρωί ξυπνούσαν τα κοκόρια

Οι λαγοί τα δένδρα οι λίμνες οι άφωνες

Αυτός κοιμότανε

Οι κότες του τσιμπούσανε τα όνειρα

Και οι λαγοί βοσκούσαν τα μαρούλια του μυαλού του

Αυτός δεν είναι ύπνος    Ένας άνθρωπος

Που όλη νύχτα ταίριαζε κομματιασμένους ίσκιους

Τώρα αφέθηκε

Τώρα τον πήραν σκοτεινά νερά    Τώρα παραδόθηκε

Τώρα τον βρήκαν συντριμμένο    Τώρα υπέκυψε

Λίγη ντροπή λίγη συμπόνια

Ένας άνθρωπος   Που πάει κι έρχεται πάνω σ’ αφρούς σεντόνια

 

Η ΠΑΡΑΚΜΗ

Αν γράφω ποιήματα είναι γιατί το ξέρω

Όλα τ’ αλφάβητα του κόσμου έχουνε λιώσει

Όλες οι λέξεις κι όλοι οι στίχοι έχουν τελειώσει

Οι μέρες το κουτσό τους πόδι μου χτυπάει την πόρτα

Το λυσσασμένο σάλιο τους το γυάλινό τους γέλιο

Και τα ποιήματα

Τ’ ασημικό που δε θα το πουλήσω

-Ποιος τ’ αγόραζε; -

Μια προδομένη υπόθεση λοιπόν

Μια πλήρης ήττα

 

ΣΤΟΥΣ ΚΡΙΤΙΚΟΥΣ

Η ποίηση απαντάει στους κριτικούς με ποίηση

Όπως η φύση στους σοφούς σα φύση,

Κι ένα τεράστιο κύμα αδιαφορίας καβαλάει τα κράσπεδα

Σαρώνοντας τις πολιτείες απ’ τους μάταιους στίχους

 

Άλλοτε λέω:

Οι στίχοι   Είναι τα στάχυα που θέρισαν

Ελισσόμενες μέρες

Και παίρνοντας φωτιά ξεκίνησαν   Σ’ ονειρώδη ουρανό.

 

Λυπάμαι

Που μάλλον μιλάω    Μια γλώσσα νεκρή

Δεν πιστεύω βέβαια σε ανάσταση·

Πιστεύω    Εντούτοις

Με πάθος

Στο θάνατο

 

ΛΕΞΙΜΑΓΕΙΕΣ    (μέσα στο ρήμα ΑΝΑΒΩ η Άννα εκπλήσσεται: Α!..   – ανάποδες συλλήψεις συλλαβών   Ηχώ των ήχων σε γρανίτινο αυτί   Ναρκωτικά ναρκίσσων   Μείγματα μαγείες εργαστηρίων)

Λιώνω τις λέξεις    με το κουτάλι    Φτύνω τη μια   ρουφώ την άλλη.

Σπάζουνε τ’ άστρα τους    έξω απ’ τον Ταύρο·

Κι όλα χοχλάζουνε    στο άγριο μαύρο

 

και ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ:

 Τα πράγματα μουσκέψανε απ’ το φως   Ποτίστηκαν ως το βαθύ μεδούλι   Πρήζονται   Μέσα στο πιο λαμπρό τους θάνατο   Γλυκό μου πλάσμα   Τι θα πει «γλυκό»   και τι θα επι «οα πει»   Και τι «και τι»!..   Σ’ αυτόν τον κόσμο που βυθίζεται στο φως   Τι να ’ναι φως   Τι να ’ναι σκύλος τι σκουλήκι   τι ένα ΠΟΙΗΜΑ   που προχωράει με σφυρίγματα και κρότους;    Καίγοντας λέξεις διασχίζει στέπες   - Κι έπειτα;   Καπνοί κι ουράνιες τουλίπες στον αέρα   - Και λοιπόν;    Γλυκό μου ποίημα που δακρύζεις και που υγραίνεσαι    Σε αγαπώ και σε προδίνω   Και σε εχθρεύομαι    Είσαι το ακοίμητο σκοτάδι που με ανάστησε    Είμαι το αντίστοιχο   του πιο κρυφού σου στίχου!..  [από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977] 

Παρασκευή, 28 Μαΐου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ